Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Θα σας πώ μια ιστορία

   Ο παππούς μου είχε μεταναστεύσει στην Αμερική, στο Σαν Φρανσίσκο, σε ηλικία 8 ετών!
   Μεγάλωσε εκεί, έγινε φωτογράφος κι όταν έμαθε για τη Μικρασιατική Εκστρατεία, αγόρασε μια winchester και ένα κιβώτιο σφαίρες και μπάρκαρε στο πρώτο πλοίο για Πειραιά. Στην Ελλάδα, κατατάχτηκε στο 5/42 Ευζώνων, το γνωστό σαν “σεϊτάν ασκέρ” δηλαδή το ασκέρι του διαβόλου, για τα δεινά που προξένησε στους Τούρκους.
   Η γιαγιά μου, από τη πλευρά της μητέρας μου, γεννημένη στη Σμύρνη, λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής, πέρασε στην Λέσβο, σε μια ψαρόβαρκα, μαζί με άλλους δέκα ξεριζωμένους πατριώτες, σε ηλικία 12 ετών. Μετά τη Λέσβο, έμεινε στην Αθήνα.
   Ο παππούς λοιπόν, μου είχε πολλές φορές διηγηθεί ιστορίες από την Εκστρατεία.
Μου έλεγε για το θρυλικό 5/42 των Ευζώνων. Για το ηθικό των ανδρών ακόμα και στην υποχώρηση. Για το πως όλο το στράτευμα ήταν πεπεισμένο ότι τους πρόδωσαν οι πολιτικοί. Για την αποθέωση που γνώριζαν σε κάθε πόλη και χωριό που έμπαιναν. Για ατελείωτα τσιμπούσια που έστηναν οι Έλληνες της   Μικράς Ασίας για να τους υποδεχθούν.

   Μου είχε διηγηθεί στιγμές μάχης απίστευτου θάρρους. Ειδικότερα θυμόταν την περίπτωση ενός φαντάρου που σε κάποια εκκαθαριστική επιχείρηση, όταν ο παππούς πληγώθηκε, τον κουβάλησε για τρεις μέρες γιατί είχαν χαθεί στο βουνό. Τον φαντάρο αυτόν δεν τον ήξερε από πριν και δεν τον ξαναείδε μετά.
   Σε πολλές ιστορίες, μου διηγόταν την απάνθρωπη σκληρότητα του Τουρκικού στρατού, που έκαιγε και εκτελούσε με βαρβαρική απάθεια. Ένα στράτευμα χολωμένο από τις ήττες και γεμάτο πάθος για εκδίκηση, όταν άρχισε να νικά.
   Μου είχε κάνει εντύπωση, μια ιστορία για μια μάχη μιας ώρας, γύρω από το πληγωμένο άλογο ενός νεαρού ανθυπολοχαγού που επειδή αρνιόταν να το εγκαταλείψει, τελικά ενάντια στις διαταγές του, πολέμησε μαζί του όλη η διμοιρία και νίκησαν!
   Ο παππούς τελείωνε πάντα κάθε ιστορία χαμογελώντας και λέγοντας : “σημαίες αγόρι μου..πόσες σημαίες..είχε γεμίσει ο τόπος Ελληνικές σημαίες..πάντα θα μου μείνει η απορία...που τις έβρισκε ο κόσμος τόσες σημαίες ; πόσες είχαν κρυμμένες στα σπίτια ; γέμισε η Μικρασία γαλανόλευκο “
Η γιαγιά από την άλλη, μου διηγόταν τις θλιβερές εικόνες. Είχε ζήσει κι εκείνη τις θριαμβευτικές παρελάσεις των Ελλήνων στρατιωτών και γιορτές και πανηγύρια, αλλά το μυαλό της είχε αγκυλώσει στις φρικιαστικές εικόνες της καταστροφής της Σμύρνης. Μεγάλωσα μαζί με εκείνη τη γιαγιά και τη θυμάμαι ακόμη να μου σιγοτραγουδάει το “Σμύρνη πατρίδα μου γλυκιά κι ευτυχισμένη χώρα, για να σε βγάλω από το νου ποτέ δε θαρθει η ώρα”. Μου είχε περιγράψει πολλές φορές, τις χιλιάδες κόσμου να προσπαθεί να φύγει από το λιμάνι, ενώ πίσω τους οι Τούρκοι έκαιγαν, βίαζαν, έσφαζαν.
Δεν μπορούσε να ξεχάσει ανθρώπους να βουτάνε στη θάλασσα και να σκαρφαλώνουν στα ξένα καράβια, Γαλλικά και Εγγλέζικα και τους ναύτες να τους πετάνε πίσω στη θάλασσα κόβοντας τους τα χέρια και τα δάχτυλα! Σε εκείνο τον “συνωστισμό” έχασε τρία ξαδέλφια, ηλικίας 17, 19 και 22 ετών. Μαζί με πολλούς άλλους νέους είχαν φτιάξει μια γραμμή “άμυνας” και οπλισμένοι με κάποια πιστόλια και με μαχαίρια, προσπαθούσαν να καθυστερήσουν τον Τουρκικό στρατό για να ξεφύγουν τα γυναικόπαιδα.. Ο κόσμος εγκλωβισμένος στο λιμάνι πάσχιζε να γλιτώσει από τις φλόγες κι από τις σφαίρες ακροβολισμένων ατάκτων Τούρκων που πυροβολούσαν τους αμάχους. Μόλις μερικά μέτρα δίπλα της είδε μια ολόκληρη οικογένεια να πέφτει νεκρή σε μια στιγμή, από μια τέτοια ομοβροντία...Ούτε και ήξερε πως βρέθηκε με τη μητέρα της σε μια βάρκα και σιγά σιγά απομακρύνθηκαν από το λιμάνι, αφήνοντάς το πίσω τους, παραδομένο σε πεινασμένες φλόγες.
   Τα χρόνια πέρασαν. Ο παππούς πέθανε. Στο σπίτι μας έχουν έρθει συγγενείς για μια γιορτή και ανάμεσά τους είναι κι ένας γηραιός θείος της μητέρας μου, τον οποίο ο πατέρας μου δεν είχε τύχει να γνωρίσει στο παρελθόν. Στη διάρκεια της επίσκεψης ο πατέρας μου είδε στα κλειδιά του θείου, το σήμα του Ευζωνικού τάγματος, που το ήξερε από τον δικό του πατέρα. Θείε, του λέει..που υπηρέτησες ; Τα μάτια του γέροντα γυάλισαν και με θέρμη απάντησε : στο 5/42 ! Γιατί ρωτάς ;
Να, του απαντάει, ήταν κι ο πατέρας μου εκεί..κι αρχίζουν τη συζήτηση. Ο γηραιός θείος μετά από λίγες φράσεις, πιάνει το πρόσωπο του πατέρα μου και το κοιτάει έντονα...Ο “ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ” !! λέει...και δακρύζει...είσαι γιος του “Αμερικάνου”;
   Ναι, ναι απαντάει χαμογελώντας ο δικός μου, του “Αμερικάνου”.
   Ο θείος, έγειρε στη πολυθρόνα και έβαλε τα κλάματα για μερικά λεπτά...
   Όλοι στο δωμάτιο πάγωσαν... Θείε ηρέμησε τι έπαθες...
   Να ‘ξερες παιδί μου..νά ξερες τι περάσαμε με τον πατέρα σου..
   Έλα θείε ηρέμησε...μη τα θυμάσαι τώρα..
   Άκου αγόρι μου, του λέει..τον πατέρα σου τον γνώρισα σε μια εκκαθαριστική επιχείρηση. Κάποια στιγμή που ήρθαμε σώμα με σώμα με τους Τούρκους, μια ξιφολόγχη θα μου έσκιζε το λαιμό. Ο πατέρας σου μπήκε στη μέση καρφώνοντας το Τούρκο με τη δική του, αλλά αρπάζοντας και μια βαθιά μαχαιριά στο γοφό.
   Ο πατέρας μου είχε μείνει άφωνος. Κι από τις δύο πλευρές μόνο εμείς είχαμε επιζήσει.
Τον φορτώθηκα λοιπόν στη πλάτη, για να τον φέρω πίσω...Τρεις μέρες περιπλανιόμασταν στο βουνό. Κοιμόμασταν αγκαλιά και τρώγαμε ρίζες. Ώσπου φτάσαμε στις γραμμές μας.
Το δωμάτιο ολόκληρο ήταν άφωνο. Ο στρατιώτης που τόσες φορές μας είχε πει ο παππούς ότι τον είχε σώσει, ήταν ο θείος της μητέρας μου ! Είχαν ζήσει για τόσα χρόνια μετά στην ίδια οικογένεια, ο ένας στη Κεφαλλονιά κι ό άλλος στην Αθήνα και δεν έτυχε να βρεθούν ποτέ. Ο πατέρας μου αγκάλιασε το θείο και τον φίλησε, ακόμα άλαλος από το σοκ. Ο θείος είχε αρχίσει να συνέρχεται από τη συγκίνηση και με τράβηξε κοντά του. Έλα εδώ εσύ, που έχεις το όνομά του, μου λέει. Άκου να σου πω τι παππού είχες.
   Όταν τον κουβάλαγα στη πλάτη, του λέω για να τον πειράξω: Α ρε Αμερικάνε, τι σε ταΐζανε εκεί στην Αμέρικα κι είσαι τόσο βαρύς; Κι αφού τρώγατε τόσο καλά, τι ήθελες μωρέ να έρθεις πίσω ; Για να μου φορτωθείς ; κι εκείνος μου απάντησε:
   Για να σε κάνω ήρωα βρε γύρισα, για να σε κάνω ήρωα..αλλά και για ένα λόγο ακόμα:
   Για τη πατρίδα ! Για τη Φυλή μας ! Για τα παιδιά και τα εγγόνια μας !
   Τ ακούς μικρέ; για σένα έφαγε τη ξιφολόγχη στο πόδι ο παππούς..για σένα τον κουβάλαγα εγώ..για σένα πάθαμε δυσεντερία, πληγιάσανε τα πόδια μας, αρπάξαμε ψείρες..για σένα θάψαμε και κλάψαμε αδέρφια..Μη το ξεχνάς...

   Τα χρόνια πέρασαν. Και η γιαγιά πέθανε κι ο θείος.
   Ήρθαν τώρα κάποιοι και θέλουνε να κάνουνε τζαμί στη πόλη μου.
   Κι εγώ σκέφτομαι πως κι η Σμύρνη είχε τζαμί. Θα κάνουμε τώρα και στη Νέα Σμύρνη ;
   Όχι, Δεν ξεχνώ. Για την Πατρίδα, για τη Φυλή, για τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Μυρμηδόνας